Το Μνημόνιο ως γνωστόν κάνει τέσσερα πράγματα. Πρώτον, τη βίαιη εξισορρόπηση των δημόσιων οικονομικών με περικοπές δαπανών και αύξηση φόρων. Δεύτερον, τη μείωση των μισθών στον ιδιωτικό τομέα και την πλήρη διάλυση των εργασιακών σχέσεων. Τρίτον, ιδιωτικοποιήσεις και εκποίηση της δημόσιας γης. Τέταρτον, θεσμικές μεταρρυθμίσεις που επιδιώκουν το άνοιγμα των αγορών όπου κυριαρχούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες.
Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, αυτό μπορεί να ισοσκέλισε τα δημόσια οικονομικά, αλλά με κόστος την απώλεια του 25% του ΑΕΠ, την εκτίναξη της ανεργίας στο 30% και τον πλήρη εκτροχιασμό του δημόσιου χρέους, παρά το κούρεμα, την επιμήκυνση και τη μείωση των επιτοκίων που έγιναν σε διαδοχικές φάσεις.
Το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την περίοδο 2014-2018, που κατέθεσε η κυβέρνηση, συνεχίζει να κάνει ακριβώς αυτά, θεωρώντας ότι η πολιτική θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Προβάλλει τέσσερις ισχυρισμούς: Πρώτον, ότι η οικονομία θα επιστρέψει σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. Δεύτερον, ότι ο προϋπολογισμός θα αποκτήσει μόνιμο πλεόνασμα 4,5% του ΑΕΠ ή άλλως 9 δισ. μέχρι το 2016 και θα το διατηρήσει στη συνέχεια, και αυτό θα συμβεί χωρίς να υπάρξουν νέα μέτρα πέρα από τα τρέχοντα για το 2014. Τρίτον, ότι η ανεργία θα αποκλιμακωθεί ραγδαία. Τέταρτον, ότι το χρέος μπορεί να εξυπηρετηθεί χωρίς πρόβλημα μέχρι το 2020, η δε συζήτηση περί μη βιωσιμότητάς του είναι παραπλανητική.
Πρόκειται για μια παραμυθένια αφήγηση που εκπορεύεται από την κεντρική ιδέα ότι το Μνημόνιο δουλεύει, ότι η συνέχιση της ίδιας πολιτικής θα αποδώσει και ότι κάθε συζήτηση για επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης ή χαλάρωση κάποιων εκ των όρων του Μνημονίου, πολύ περισσότερο η εγκατάλειψή του, στερείται νοήματος. Η κυβέρνηση Σαμαρά έχει θέσει το Μνημόνιο στον επιταχυντή και είναι απόλυτα ταυτισμένη με την ιδέα της υπέρμετρης εφαρμογής της φιλοσοφίας του, πέρα από συμβατικές μνημονιακές δεσμεύσεις.
Ας δούμε όμως τι περιλαμβάνει το Μεσοπρόθεσμο:
1. Μονιμοποιεί τη λιτότητα. Οι δημόσιες δαπάνες από 57 δισ. το 2013 θα μειωθούν στα 49 δισ. το 2018 και τα έσοδα από 52 δισ. θα αυξηθούν στα 57 δισ. Για την ακρίβεια, οι περικοπές δαπανών επικεντρώνονται στις τρέχουσες περικοπές στην υγεία και την ασφάλιση κατά 2,2 δισ., ακολούθως σε μείωση λειτουργικών δαπανών του Δημοσίου κατά 1,3 δισ. και ταυτόχρονα στην αύξηση των άμεσων φόρων κατά 2,5 δισ. το 2014 και στη συνέχεια την προσθήκη άλλων 4 δισ. σε έμμεση φορολογία μέχρι το 2018. Κοινώς, η δημοσιονομική προσαρμογή αφορά περίπου 10 δισ. για την περίοδο 2014-2018, συμπεριλαμβάνοντας το 2014. Σε έναν προϋπολογισμό της τάξης των 50 δισ., η περαιτέρω προσαρμογή κατά 20% αποδεικνύει τη διάρκεια της μνημονιακής πολιτικής.
2. Τα δημοσιονομικά μεγέθη αποσυνδέονται από την ανάπτυξη, με την έννοια ότι ενώ προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ και ανάπτυξη, οι δαπάνες και οι φόροι μένουν σταθεροί σε απόλυτα μεγέθη. Ο βασικός στόχος του Μεσοπρόθεσμου είναι η μείωση του ειδικού βάρους του κράτους στην οικονομία. Και καθώς το κράτος είναι δημόσια διοίκηση, συντάξεις, υγεία, εκπαίδευση και άμυνα, αυτά αναμένεται να απομειωθούν από 42% του ΑΕΠ που είναι σήμερα (44% ο μέσος όρος της Ε.Ε.) σε 38% το 2018 (λίγο πάνω από τη Βουλγαρία, που έχει το χαμηλότερο ποσοστό, 36%). Η απομείωση αυτή θα έχει φυσικά τεράστιες συνέπειες στο κοινωνικό κράτος και κυρίως στις αναδιανεμητικές πλευρές του. Με άλλα λόγια, προεγγράφει τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
3. Η επίτευξη του πλεονάσματος των 7-9 δισ. ετησίως καλείται να εξυπηρετεί τους τόκους του ελληνικού δημόσιου χρέους. Εδώ το Μεσοπρόθεσμο γίνεται απόλυτα καθησυχαστικό. Και το πλεόνασμα αυτό θα επιτευχθεί χωρίς πρόβλημα, και τα νέα χρέη που δημιουργεί η έξοδος στις αγορές θα βρεθεί τρόπος να πληρωθούν (το 2019 θα χρειαστούν άλλα 3 δισ. για το 5ετές ομόλογο της πρόσφατης εξόδου), και το χρηματοδοτικό κενό των 11 δισ. που έχει καταγραφεί για το 2014-2016 θα καλυφθεί από διάφορες πηγές (μετοχές τραπεζών, διαθέσιμα ασφαλιστικών ταμείων, διαχείριση με ρέπος κ.ά.), και, εν πάση περιπτώσει, εάν προκύψει πρόβλημα, το χρέος είναι προς τους εταίρους και θα βρεθεί κάποια λύση. Πρόκειται για την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι της παρούσας κυβέρνησης. Υπάρχουν πλέον περίπου 30 μελέτες διεθνών οργανισμών, τραπεζών, κυβερνήσεων, και επιστημόνων που θέτουν τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και την ανάγκη άμεσης αναδιάρθρωσής του προκειμένου να διευκολυνθεί η έξοδος από την κρίση, όμως η κυβέρνηση απλώς παραμένει δέσμια της ελαφρότητας του "δεν βαριέσαι".
4. Η ιδιωτικοποίηση των πάντων. Το Μεσοπρόθεσμο προσπαθεί να προσγειώσει σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα τον μύθο περί του μεγάλου κράτους που θα έλυνε η στρατηγική των ιδιωτικοποιήσεων. Το Μνημόνιο 1 μιλούσε για 50 δισ. έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, το Μνημόνιο 2 τις μείωσε σε 22 και την περίοδο 2010-2014 έγιναν ιδιωτικοποιήσεις μόλις 2,5 δισ. Το Μεσοπρόθεσμο επανέρχεται στην ίδια βασική στρατηγική μειώνοντας τον στόχο στα 14 δισ., αφού περιλαμβάνει πλέον τα πάντα. Περιφερειακά αεροδρόμια, το λιμάνι του Πειραιά, τη ΔΕΗ, τον ΟΣΕ, το σύνολο της δημόσιας γης. Όλη η κρατική περιουσία ιδιωτικοποιείται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παρουσιαστεί ως λύση στο αναπτυξιακό πρόβλημα η ταχύρρυθμη εκποίηση σε επίδοξους νέους ραντιέρηδες με τιμές απίστευτα χαμηλές. Για λόγους σύγκρισης, να υπενθυμίσουμε ότι οι ετήσιες επενδύσεις στην ελληνική οικονομία πριν από την κρίση ήταν 30 δισ. - 10 δημόσιες, 11 με τραπεζική χρηματοδότηση και 9 ιδιωτικές. Σήμερα έχουν όλες μετατραπεί σε αρνητικές, εν μέσω της τεράστιας αποεπένδυσης που βιώνει η οικονομία. Η εμμονή στις ιδιωτικοποιήσεις είναι ταυτόχρονα επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον και αναποτελεσματική.