Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Ο Γιαννάκης της εσοχής

Ρέα ΒιτάληΡέα Βιτάλη, protagon.gr
Πατριάρχου Ιωακείμ. Τερματίζει στο Μαράσλειο. Αναγκαστικά δεξιά τη Μαρασλή. Πρώτο αριστερά. Στρίβω. Παράλληλα με την πίσω πλευρά του Ευαγγελισμού. Εβδομαδιαία διαδρομή. Συνηθισμένη να βλέπω συγγενείς ασθενών να καπνίζουν αρειμανίως στον δρόμο. Όμως εκείνη τη φορά κάτι ασυνήθιστο. Σε μια εσοχή του κτιρίου, βλέπω έναν άνθρωπο και πιο κει έναν άλλο να κοιμάται. Απεργοί; Αναρωτιέμαι χαζά. Μένει η απορία χωρίς και να καίγεται για απάντηση. Στην επόμενη διαδρομή, μέρες μετά, κοντοστέκομαι λίγο παραπάνω. Άστεγοι είναι. Πώς καταντήσαμε! Αυτά που τα έβλεπα στο εξωτερικό και έλεγα κατευναστικά «εμείς στην Ελλάδα έχουμε οικογένειες. Κανένας δεν καταλήγει στον δρόμο». Τρίτη διαδρομή. Άστεγος οριστικά. Μα πού κάνει μπάνιο; Ποια τουαλέτα χρησιμοποιεί; (σκέψεις χορτασμένου-στεγασμένου… μπάνιο). Τέταρτη διαδρομή. Καλή θέση για άστεγο. Ένα τσακ από νοσοκομείο. Ασφάλεια και περίθαλψη. Πέμπτη διαδρομή. Αδειάζει θέση για παρκάρισμα. Τύχη! Μπρος, πίσω. Ένας άνδρας πετάγεται. Τρελός. Την πάτησα! Ποιος είναι αυτός; Κοιτάζω ένα γύρω, άδειος ο δρόμος. Με φοβίζει να τον κοιτάω. Με βοηθάει στο παρκάρισμα. Ωχ! Με φοβίζει πολύ. Μυρίζει τρέλα. Μη ρωτάς πώς και γιατί. Τα ακατάστατα μαλλιά του, τα σάπια δόντια, το βλέμμα. Ιδίως το βλέμμα. Καθώς φτάνει πια στο τζάμι του αυτοκινήτου μου. Και μου λέει ξανά και ξανά «μη με φοβάσαι, μη με φοβάσαι». Τον παρατηρώ. Ψάρι σε ενυδρείο. Εγώ μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου, αυτός απέξω. Εγώ ή αυτός το ψάρι του ενυδρείου; Δεν έχω άλλη λύση. Πρέπει να βγω και να παραστήσω την ατρόμητη.

«Μη με φοβάσαι», «Μα και βέβαια δεν σε φοβάμαι» (η ψυχή μου το ξέρει). Του δίνω αμέσως χρήματα. «Σ΄ ευχαριστώ. Ντρέπομαι να ζητάω. Αλήθεια σου λέω, ντρέπομαι. Είμαι ο Γιαννάκης». Αυτό το «Γιαννάκης» και τα μάτια του που αλλάζουν έκφραση, μου αλλάζουν τη διάθεση. Το «Γιαννάκης» ισορροπεί τα συναισθήματα. Αυτό το «Γιαννάκης» σανίδα που κρατιέται πάνω της. Μια αέναη παιδική ηλικία που αναζητάει εναγώνια το χάδι, την αγκαλιά... Όλοι μας Γιαννάκης. Μάλλον θα του την έδωσα γιατί ήρθε η πρόταση «Θες να σου δείξω το σπίτι μου;», «Και βέβαια θέλω». Και βρέθηκα με τον Γιαννάκη στο απέναντι πεζοδρόμιο. Στην εσοχή του τοίχου. Στρωματάκι, καλοστρωμένο σεντόνι. Πιο καλοστρωμένο δεν έχω δει ποτέ. Σαν να περίμενε επιθεώρηση από ανώτερο. Και πιο κει μια χαρτόκουτα-κομοδίνο. Και πάνω της ένα πλαστικό μπουκάλι νερού κομμένο για ανθοδοχείο. Και φρέσκα λουλούδια. Ολόφρεσκα. «Στεναχωρήθηκα σήμερα. Κάποιος πέρασε και μου έριξε κάτω τα λουλούδια. Ευτυχώς τα έσωσα» μου είπε ανακουφισμένος. «Δεν είναι ωραία τα λουλούδια μου;». Ο Γιαννάκης και ‘γω σε μια σουρεαλιστική σκηνή. Να παίζουμε. Όπως παιδιά. Με όλα εκείνα τα «αυτό λέει θα ήταν το κρεβάτι μας και ετούτο λέει θα ήταν το κομοδίνο μας και ετούτα λέει θα ήταν…». Αυτό το «λέει θα ήταν...» καραβάκι να ταξιδεύει τη φαντασία, να την πηγαίνει, να την πηγαίνει ταξίδι χωρίς σύνορα, χωρίς διαβατήρια… να την αρμενίζει στον κόσμο του «αυτό λέει θα ήταν». Βάλσαμο παρηγοριάς η φωλιά του «αυτό λέει θα ήταν» όταν δεν έχεις να σταθείς σε ένα «αυτό είναι». Ο Γιαννάκης μου! Ανήλικος ετών πάνω από 40, αιώνια Γιαννάκης σε μια εσοχή του Ευαγγελισμού να περιμένει, να περιμένει, να περιμένει… Μπορεί και τη δική μας ενηλικίωση. «Μη με φοβάσαι». Και συ, Γιαννάκη.
Όποτε περνάω έκτοτε του αφήνω μια σοκολάτα. Είναι το σύνθημά μας. Να γλυκάνω εκείνον ή εμένα; Φόβος εκατέρωθεν με επικάλυψη σοκολάτας. Ενίοτε και με φουντούκι.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...