Τετάρτη 24 Απριλίου 2013


Μια οικογενειακή ιστορία…


 
Οι μέρες έρχονται και πάνε. Χάνονται από το ημερολόγιο, γίνονται Ιστορία. Και διηγώντας την, να κλαις.
Πήγα σε μια κηδεία τις προάλλες, και όλοι μιλούσαν για την κρίση. Έλεγαν πόσο τυχερός είναι ο μακαρίτης «που πρόλαβε να ζήσει τα καλά», και φεύγει τώρα «πριν έρθουν τα χειρότερα». Ήταν μόλις 52 ετών ο «τυχερός», και έφυγε από έμφραγμα του μυοκαρδίου, μπαμ και κάτω, «ιδανικός θάνατος»… μα τι λέμε, Θεέ μου!
Η μεγαλύτερη κρίση είναι ότι δεν μπορούμε να αντέξουμε την οικονομική μας αναποδιά. Σαν να μην είχαμε άλλο στήριγμα. Εμείς, οι εκκρεμείς...
Προετοιμαστήκαμε μια χαρά για τις καλύτερες μέρες – φαγητά να τρών’ κι οι κότες (αλήθεια σας λέω, η δικιά μου η κότα, στην αυλή, έτρωγε left-overs από σούσι, «Καλιφόρνια Μάκι»), αυτοκίνητα να οδηγούν και οι Φιλιπινέζοι μας, κρεβατάκια στο Nammos ρεζερβέ από τον Μάρτιο για όλο το καλοκαίρι, μη χέσω, οικιακές συσκευές που δεν χωρούσαν πλέον στα σπίτια, εκδρομές κάθε τρεις και λίγο στα καλύτερα μέρη, εδώ και έξω.
Δεν πέρασε καν απ’ το μυαλό μας ότι θα 'ρχονταν και χειρότερες. Νομίζαμε ότι, όπως με τον θάνατο, η κρίση δεν θα χτυπήσει ποτέ το δικό μας κουδούνι. Έτσι νόμιζε κι ο καημένος ο Στάθης, που το βράδυ έπινε μπίρες και έτρωγε φτερούγες κοτόπουλου στο Friday’s στο Κεφαλάρι, και έβλεπε Ντόρτμουντ-Μάλαγα για το Τσάμπιονς Λίγκ. Το επόμενο μεσημέρι ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστεί - και ξεκουράστηκε για πάντα.
Κι όμως, ακόμα και τώρα, ακόμα και τώρα που γυρίζεις στο σπίτι και σε περιμένει το χαμόγελο ενός παιδιού και η αγκαλιά μιας συντρόφου, αρπάζεις το γαμημένο το τηλεκοντρόλ και τσουκ, πατάς το κόκκινο να ανάψει η τηλεόραση για να δεις, όχι ειδήσεις, αλλά κάποιους σοβαρούς τύπους να σου λένε την δική τους ερμηνεία για το τι θεωρούν ότι είναι «είδηση».
Το χαμόγελο του παιδιού έχει παγώσει. Ακούει, λέξη προς λέξη, τον καυγά της Κωνσταντοπούλου με τον Βενιζέλο στην Εξεταστική Επιτροπή για τη Λίστα Λαγκάρντ και, σιγά-σιγά, κάθε βράδυ, μα κάθε βράδυ, αρχίζει και αποκτά άποψη για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα, βασισμένη σε αυτά ακριβώς τα διεστραμμένα που βιώνει μέσα και έξω από το σπίτι.
Κι έτσι, αύριο-μεθαύριο, θα πάρει μια μολότοφ με τους φίλους του και θα τινάξει ένα περίπτερο στον αέρα ή θα αρχίσει και αυτός να μιλάει σαν τον υπουργό τον Χατζιδάκη, θεωρώντας ότι αρκεί να είσαι ή να φαίνεσαι αξιοπρεπής και μαλθακός για να είσαι και ικανός.
Μονολογείς: «Δεν ξέρω, ειλικρινά, σαν πατέρας, ποια από τις δύο αυτές εκδοχές θα διάλεγα για το παιδί μου, εάν είχα μόνο αυτές τις δύο. Μάλλον τη μολότοφ.»
Η σύντροφός σου, σιωπηλή και παραδομένη, αποσύρεται σε μία γωνιακή θέση, να ξεγελιέται ότι τουλάχιστον δεν συμμετέχει σ’ όλο «αυτό». Όταν μιλάει ο Καψής, φτιάχνει τα νύχια της. Όταν αγορεύει ο Πρετεντέρης, παίζει spider solitaire στο i-Phone. Σε τσαντίζει. Της αρέσει, λέει, να τον ακούει, όχι να τον βλέπει. Παπαριές, απλώς για να πει κάτι.
Ξέρει ότι βγάλατε και 'σεις λεφτά στο εξωτερικό και, ως εκ τούτου, όποτε μιλάει η Κωνσταντοπούλου στην Επιτροπή ψιλο-αναστατώνεται, διότι νομίζει πως «αυτή η σκύλα, θα το δεις, θα τα βρει όλα». Και τότε, επέρχεται ο απόλυτος παροξυσμός.
«Αλλά γιατί να βρει τα δικά μας; Σάμπως είναι πολλά; Και ποιος νοιάζεται για μας; Γιατί να νοιάζεται για μας; Άλλοι βγάλανε εκατονταπλάσια, τι λέω, χιλιαπλάσια…».
«Ηρέμησε, μωρό μου! Ηρέμησε, δεν ξέρεις τι λες. Δεν υπάρχει χιλιαπλάσια…»
Δεν πρόκειται για φόβο αποκάλυψης μιας πιθανής παρανομίας, όχι. Η σύντροφος δεν μπορεί να αντέξει το γεγονός ότι «όλοι θα μάθουν πόσα βγάζαμε και τι τα κάναμε». Too late, baby!
«Όταν τα διαφήμιζες από μόνη σου, όταν κάθε μας βήμα ήταν μία κραυγή επίδειξης, όταν σηκώναμε το τηλέφωνο για να κλείσουμε τραπέζι και λέγαμε πρώτα το όνομά μας, έπειτα το επάγγελμα, κατόπιν τις γνωριμίες μας, και στο τέλος τι θέλαμε, όταν διαλαλούσαμε στα κομμωτήρια ότι ο άνδρας μας πήγε το Σαββατοκύριακο με τον τάδε στο Μιλάνο για να τους πάρει μέτρα ο Gucci για κουστούμια, τότε δεν τα «βγάζαμε έξω» τα λεφτά μας, και μάλιστα φωναχτά, σαν τελάληδες του άθλιού μας πλούτου; Tώρα σ’ έπιασε, μωρή, η κάψα μη μας μάθουν;».
Αλλά, ούτε αυτό το «μωρή» δεν τολμάς να ξεστομίσεις, σύζυγε ξεφτίλα, κολώνα του σπιτιού, που έχεις γραπώσει το τηλεκοντρόλ σαν να μην πω τι, και κρέμεσαι από κάθε λέξη, κάθε αναλυτή, κάθε δευτερόλεπτο, κάθε στιγμή.
Το αδιέξοδό σου, σπάει ένα τηλεφώνημα. Ο καλός φίλος σου ο Μάρκος.
«Έλα, Στάθη. Πάμε απόψε με την παρέα στο Friday’s να δούμε μπάλα;».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...