Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012


Αλλαγές στον αντίποδα του μνημονίου


Η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει πρωτίστως το πρόβλημα της σταθεροποίησης που προκύπτει από την ακραία πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης». Μετά από μία περίοδο 3 ετών, η ελληνική οικονομία απώλεσε το 20% του ΑΕΠ της (περίπου 50 δισ.). Η συρρίκνωση αυτή έγινε στο όνομα μιας μείωσης των πρωτογενών δημοσίων δαπανών (εκτός τόκων) κατά 6-7 μονάδες του ΑΕΠ (ή περίπου 17-18 δισ.). Παράλληλα γίνεται προσπάθεια να σταθεροποιηθούν τα φορολογικά έσοδα και οι ασφαλιστικές εισφορές στα 90 δισ., σε μία όμως ταχέως συρρικνούμενη οικονομία.

Το αποτέλεσμα φαντάζει μηδενικής αξίας. Τα έσοδα απαιτούν διαδοχικές αυξήσεις φόρων, τα ασφαλιστικά ταμεία επιβαρύνονται από νέες δαπάνες και αναλογικά κάθε πρόοδος στην τιθάσευση του πρωτογενούς ελλείμματος φαντάζει προσωρινή.

Η διέξοδος από την κρίση συναρτάται από τρεις βασικές και παράλληλες αλλαγές πολιτικής στον αντίποδα του μνημονίου. Τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών και των μισθών στα σημερινά τους επίπεδα, την επίλυση του τραπεζικού προβλήματος και την αναζήτηση αναπτυξιακών πρωτοβουλίων ταχείας αποτελεσματικότητας .
Το πρώτο είναι σχετικά εύκολο. Οι δημόσιες δαπάνες «παγώνουν» στο σημερινό τους επίπεδο, περίπου δηλαδή στο 40%-41% του ΑΕΠ. Οι επιβεβλημένες αλλαγές (ενιαίο μισθολόγιο, πάταξη της κατασπατάλησης πόρων σε δημόσια έργα, προμήθειες, υπεργολαβίες, διαχείριση δαπανών υγείας, δημοτικές επιχειρήσεις, κ.λπ.), αναμένεται να εξοικονομήσουν πόρους της τάξης του 10%-15% των δημοσίων δαπανών ή περίπου 5-6 δισ. ετησίως. Η διαδικασία αυτή απαιτεί ριζικές αλλαγές στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο διαχείρισης των δημοσίων πόρων. Οι πόροι αυτοί μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για επανεπενδύσεις στους ίδιους κλάδους και να συμβάλουν θετικά στην ανάκαμψη της οικονομίας.

Το δεύτερο είναι  η σταθεροποίηση των δημοσίων εσόδων στο 38%-39% του ΑΕΠ με αναδιανομή των φορολογικών βαρών από τα ασθενέστερα στα πιο ευκατάστατα στρώματα και τη μετατόπιση από την έμμεση στην άμεση φορολογία. Εδώ αναπόφευκτα πρέπει να υπάρξουν ριζικές τομές στο φορολογικό σύστημα και ταχεία εισαγωγή θεσμικών ρυθμίσεων για ανάκτηση εσόδων από τους κατόχους συσσωρευμένου πλούτου από την περίοδο της διαπλοκής και της εκτεταμένης φοροδιαφυγής. Η ισοσκέλιση του προϋπολογισμού μπορεί να γίνει μόνο σταδιακά μέχρι το 2015-2016 εφόσον σταθεροποιηθεί η πραγματική οικονομία.

Ο δεύτερος άξονας αφορά την επίλυση του τραπεζικού ζητήματος και της χρηματοδότησης της οικονομίας. Η άμεση κρατικοποίηση των τραπεζών είναι επιβεβλημένη. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών διατηρώντας ανέπαφες τις υπάρχουσες μετοχικές και διοικητικές δομές έχει αποτύχει πλήρως. Η καλύτερη λύση είναι φυσικά η «αμερικανική», ή κάποια παραλλαγή της. Οι τράπεζες δίνουν κοινές μετοχές έναντι των χρημάτων που λαμβάνουν από το κράτος ή τον EFSF ή όποια συνδυασμένη συμφωνία προκύψει και τίθενται υπό άμεσο ή έμμεσο κρατικό έλεγχο. Οι τράπεζες καλούνται να διαχειριστούν τρία παράλληλα θέματα. Τα κόκκινα δάνεια και την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου τους, την ομαλή χρηματοδότηση των υγιών επιχειρήσεων και την εξομάλυνση των επιτοκίων, που προϋποθέτει φυσικά τη διασφάλιση των καταθέσεων. Η διαδικασία αυτή οδηγεί στη συντεταγμένη αρχική κεφαλαιοποίηση με την προοπτική όμως της ανάκτησης τελικά των χρημάτων από το Δημόσιο όταν οι τράπεζες επανέλθουν σε μία κατάσταση προσέλκυσης πραγματικών επενδυτικών κεφαλαίων. Η διαδικασία αυτή μπορεί να ζημιώνει τους σημερινούς μετόχους, αλλά είναι αναπόφευκτη.

Ο τρίτος άξονας αφορά τη διαχείριση του δημοσίου χρέους. Η αποπληρωμή των τόκων ύψους 100 δισ. μέχρι το 2020 (από τις ιδιωτικοποιήσεις 50 δισ. και το πλεόνασμα του προϋπολογισμού, άλλα 50 δισ.) είναι εξωπραγματικό. Η αναδιάρθρωση του χρέους αναπόφευκτα περιέχει το άμεσο «κούρεμα» ή κάποια μορφή «κουρέματος» συμβατή με την προσέλκυση πόρων και από τις διεθνείς χρηματαγορές, όπου τα ομόλογα έχουν μεταβαλλόμενη τιμή ανάλογα με την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας (ρήτρα ανάπτυξης δηλαδή όχι μόνο στην αποπληρωμή των διακρατικών δανείων, αλλά και προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων στη διαδικασία αυτή).

Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα της σταθεροποίησης της οικονομίας φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο. Η ανάσχεσης της ύφεσης απαιτεί όλο και περισσότερους επενδυτικούς πόρους. Τώρα πλέον θα χρειαστούν 40-60 δισ. προκειμένου η οικονομία να σταθεροποιηθεί και να αντιστραφεί η καθοδική πορεία προς μία πορεία ανάπτυξης.

Ο κ. Γ. Σταθάκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...