Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012


Σκέψεις τινές περί του κυβερνάν, περί του συμμετέχειν, περί του αριστερίζειν και περί ευθύνης, καθώς μία επίκαιρος μνεία στον Θωμά Μαύρο, τον επιλεγόμενο και «φονιά»

Κείμενον σημαντικόν, πολλαπλών διαστάσεων, απαντόν εις πλείστας όσας ερωτήσεις και προβληματισμούς περί της στάσεως της ΔΗΜΑΡ εις την παρούσαν συγκυρίαν, ευθαρσώς και εγκαρσίως κινούμενον μεταξύ Ερρίκου Μπερλινγκουέρ και Θωμά Μαύρου, συνταχθέν υπό Γεωργίου Τσακνιά, του φίλου και εν όπλοις συναγωνιστού. Ή, αλλέως και εις την καθομιλουμένην: Να πώς πρέπει να γράφονται τα κομματικά κείμενα. [Τέλης Σαμαντάς]
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
πιστεύω ότι πήραμε τη σωστή απόφαση. Καλό τώρα είναι να κάνουμε όλοι ό,τι μπορούμε για να πετύχουμε. Να γίνουν δηλαδή πράξη αυτά που επαγγελλόμαστε. Δεν ξέρω τι μπορούμε να κάνουμε, ο καθένας μας εννοώ. Προφανώς, το κόμμα θα στηρίξει με κάθε τρόπο την κυβέρνηση. Αν μπορούν να κάνουν κάτι τα μέλη π.χ. μέσω των τοπικών ή των τομέων, η με οποιονδήποτε άλλο οργανωτικό τρόπο, θα το κάνουν. Κι αν πάλι χρειάζεται κάποιος να φέρνει καφέδες σε μερικά στελέχη μας που θα συνεδριάζουν, το κάνω ευχαρίστως κι αυτό, αν δεν μπορώ να συνεισφέρω κάτι περισσότερο. Και το εννοώ.
Έχουμε όλοι ψοφήσει από τις διπλές εκλογές και τις συγκινήσεις. Από την άλλη, μια νέα αρχή δίνει νέα όρεξη. Πόσο μάλλον, μια νέα εποχή. Η επαγρύπνηση και η συμμετοχή πρέπει να παραμείνουν στο μάξιμουμ.
Κατά τη γνώμη μου, το σύνθημα της «ευθύνης» αποκτά τώρα απολύτως συγκεκριμένο περιεχόμενο: με τη συμμετοχή, αναλαμβάνουμε μια πολιτική ευθύνη από μόνοι μας, χωρίς να μας επιβληθεί. Στην αντιπολίτευση θα είχαμε μεν τον μπαμπούλα του ΣΥΡΙΖΑ (γιατί να ψηφίσουν εμάς κι όχι αυτόν;) αλλά, παρ’ όλα αυτά, με «έξυπνη διαχείριση», θα κρατάγαμε μέρος τουλάχιστον των ποσοστών μας. Αν μη τι άλλο, στη Βουλή θα ξαναμπαίναμε, νομίζω. Τώρα, βάζουμε το κεφάλι μας στον τορβά.
Η συμμετοχή είναι ηθικά πεντακάθαρη: ρισκάρουμε έως και την κομματική μας εξαφάνιση (ακούγεται δραματικό, αλλά παίρνω ένα ακραία κακό σενάριο). Από την άλλη, ακόμα και υπό μία οπτική εξ αριστερών μας, δεν βλάπτουμε το «λαϊκό κίνημα». Αν πετύχει αυτή η κυβέρνηση πέντε πράγματα από αυτά που βάζουμε εμείς στην ατζέντα, είναι αναμφισβήτητα για το καλό του λαού και των εργαζομένων. Εάν όχι, μόνον εμείς χάνουμε τους ψηφοφόρους μας (και, μάλιστα, στο σενάριο αυτής της ανάγνωσης των δεδομένων, θα τους χάσουμε προς τα αριστερά, άρα το λαϊκό κίνημα θα γιγαντωθεί και θα πάρει αυτοδυναμία). Με άλλα λόγια, ή κερδίζει η χώρα κι ο λαός, ή χάνει το κόμμα μας. Δεν παίζουμε στις πλάτες κανενός. Γι’ αυτό και ήδη μας αντιμετωπίζουν με οφθαλμοφανή αμηχανία. Η μόνη «αριστερή» κατηγορία που μπορεί να μας αποδοθεί, είναι από σκοπιά αμιγώς αντισυστημικής αριστεράς: μπλα μπλα εξωραΐζουμε τον καπιταλισμό, μπλα μπλα άλλοθι, μπλα μπλα όξυνση των αντιθέσεων. Καλά, ηρεμήστε. Πάντως, την κατηγορία αυτή δικαιούται να την προσάψει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ας πούμε. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ο προσφάτως ευρωπαϊκός και κυβερνητικός, δεν μπορεί να το κάνει. Ας το κάνει, αν θέλει. Κάτι μου λέει ότι δεν θα το κάνει.
Γιατί τώρα και όχι μετά τις εκλογές του Μαΐου; Για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, τώρα εκπροσωπούμε το 48%, όχι το 37%. Απέχουμε ακόμα από το 70% που, σύμφωνα με τον Μπερλινγκουέρ, είναι το ποσοστό συναίνεσης ικανό για μεταρρυθμίσεις ευρείας αποδοχής, αλλά πάντως είναι άλλο να λες εκπροσωπώ έναν στους τρεις και άλλο εκπροσωπώ τους μισούς. Επίσης: τον Μάιο είχαμε δεσμευτεί προεκλογικά ότι δεν θα συνεργαστούμε με ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Και καλώς το είχαμε υποσχεθεί, και καλώς τηρήσαμε την υπόσχεσή μας. Τα δύο κόμματα έπρεπε να το φάνε το στραπάτσο. Δεν αρκεί να το ξέρεις δημοσκοπικά ότι θα το φας. Είναι αλλιώς να σου το λέει η Singular. Τότε υπήρχε όντως ένα ζήτημα λαϊκής νομιμοποίησης και παροχής «σωσίβιου» στον παλαιό δικομματισμό. Ενώ τώρα, δεν νομίζω ότι τίθεται τέτοιο θέμα: κάναμε εκλογές, ξανακάναμε εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να διαλέξει πεντακάθαρα την αντιπολίτευση — ε, δικαίωμά σας σύντροφοι. Αποφασίσατε να είστε αντιπολίτευση, προχωράμε χωρίς εσάς.
Τις μέρες μετά τις εκλογές του Μαΐου, αφού ξεμπροστιάσαμε (σε όσους, εν πάση περιπτώσει, έχουν μάτια και βλέπουν) την υποκριτική ενωτική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ με το τσίρκο της δεύτερης εντολής κλπ, κάναμε την πρόταση για την Οικουμενική. Επαναξετάζοντας εκείνη την κίνησή μας σήμερα, υπό το πρίσμα της συμμετοχής στην κυβέρνηση, θεωρώ ότι πέρα από το πώς μας τοποθέτησε στην κεντρική σκηνή, πέρα από τους πόντους που μας έδωσε, έχει την εξής ουσιαστική διάσταση: δικαιούμαστε να λέμε στον ΣΥΡΙΖΑ πως άφησε τότε να χαθεί μια τεράστια ευκαιρία για την ελληνική αριστερά. Είχε τον Σαμαρά στο καναβάτσο και τον άφησε να σηκωθεί. Μπορούσαμε τότε να κάνουμε μια Οικουμενική και να πετύχουμε αυτά που ευελπιστούμε ότι θα πετύχουμε τώρα. Και περισσότερα, μάλιστα. Τώρα όμως η κυβέρνηση δεν είναι Οικουμενική, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμμετέχει και ο Αντώνης Σαμαράς έχει γίνει πρωθυπουργός.
Προλαβαίνω την ένσταση: το επιχείρημα της παραπάνω παραγράφου, το τι θα γινόταν εάν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε προσχωρήσει σε μια Οικουμενική τον Μάιο, ισχύει για έναν άλλο ΣΥΡΙΖΑ, υποθετικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι άλλος, είναι αυτός που είναι. Γι’ αυτό κι εμείς δεν είμαστε πλέον εκεί. Παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αξιωματική αντιπολίτευση: δικαιούται του σεβασμού μας και φυσικά δεν έχει ασυλία από την κριτική μας — τουναντίον. Του σεβασμού μας δικαιούνται επίσης οι ψηφοφόροι του, όπως και οι ψηφοφόροι όλων (σχεδόν) των κομμάτων. Εμείς δεν θα κατρακυλήσουμε στη λογική ότι το 93,7% του ελληνικού λαού που δεν μας ψήφισε είναι μαλάκες, ζώα, πρόβατα, μικρονοϊκοί κλπ. Αυτή δεν είναι ούτε δημοκρατική, ούτε αριστερή αντίληψη.
Κατά τη γνώμη μου, μοναδικό σοβαρό επιχείρημα υπέρ του να είχαμε προχωρήσει σε τρικομματική τον Μάιο, είναι ακριβώς ότι τότε εξαρτιόταν από εμάς ο σχηματισμός κυβέρνησης, άρα διαθέταμε ισχυρότερο διαπραγματευτικό χαρτί. Μπορούσαμε να εκβιάσουμε και να επιβάλουμε πράγματα. Ναι, αλλά από την άλλη, και ποιος την ήθελε τότε την τρικομματική; Ο Σαμαράς όχι ιδιαίτερα, ο Βενιζέλος καθόλου. Γι’ αυτό και μόλις που ψιλοκρύφτηκαν ευγενικά πίσω από τη δική μας άρνηση, μόνο και μόνο επειδή αυτή ήταν «αριστερή» και διακηρυγμένη από πριν. Αν όντως μας ήθελαν, αν πραγματικά επιθυμούσαν να σχηματιστεί κυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ τον Μάιο και να μην πάμε στις εκλογές του Ιουνίου, θα είχαν βγει στα κεραμίδια — ότι είμαστε ανεύθυνοι, καθόμαστε απέξω και πυροβολάμε κλπ. Δεν είδα τίποτε από αυτά. Αν κάναμε την κίνηση τότε, θα πυροδοτούσαμε μια ακραία πόλωση. Νομίζω πως αυτό αποτελεί αντικειμενική παραδοχή και είναι δεδομένο ότι κάτι τέτοιο το ζυγιάζεις και φέρεσαι υπεύθυνα, δεν πας με τη συναισθηματική προσέγγιση «εγώ θα κάνω κυβέρνηση, δεν θα φοβηθώ τον ένα και τον άλλο». Όχι, την κοινωνική αναταραχή έπρεπε να την αποφύγουμε πάση θυσία.
Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι καλώς (άριστα!) βάζουμε το κεφάλι μας στον τορβά. Όχι ad hoc. Όχι απλώς επειδή το βάζουμε (παγίως διαφωνούσα με τη στερεότυπη έκφραση «να λερώσουμε τα χέρια μας», λες και αυτό από μόνο του κάνει καλό στη χώρα! Συμφωνώ πως είναι συνθήκη αναγκαία, δεν είναι όμως ικανή), αλλά επειδή τώρα μπορεί να έχουμε αποτελέσματα. Μιας και μιλάω για αποτελέσματα, να φέρω εδώ μια θεωρητική ένσταση σε μια φράση από το υπέροχο, κατά τα άλλα, κείμενο που ανήρτησε χθες ο Σάκης: «Η δικαίωση υπάρχει στην ίδια την επιλογή, στην πρόθεση, στο ρίσκο και όχι στο τελικό αποτέλεσμα». Εγώ λέω και ναι και όχι. Οι άνθρωποι κρίνονται από τα κίνητρα, οι πράξεις από το αποτέλεσμα. Ναι, τα κίνητρά μας είναι καθαρά. Ναι, προτάσσουμε το καλό της χώρας και όχι το καλό του κόμματος. Από την άλλη, αυτά πάνε χέρι χέρι. Ευελπιστούμε ότι θα κάνουμε το καλό για τη χώρα και θα εισπράξουμε το όφελος — και πάλι με το σωστό κίνητρο, όχι δηλαδή για να το εξαργυρώσουμε αλλά για να το επανεπενδύσουμε πολιτικά, στον δρόμο που πιστεύουμε ότι είναι ο σωστός. Όσο οι πράξεις μας είναι συνεπείς προς τους λόγους μας (και πόσο σπανίζει πλέον αυτό!), τα κίνητρά μας θα είναι καταφανώς καθαρά και θα αναγνωρίζονται. Αλλά πολιτικά, η συμμετοχή μας στην κυβέρνηση θα κριθεί από το αποτέλεσμα. Προσωπικά, η καθαρότητα των κινήτρων μας μου δίνει τη δύναμη να προσπαθήσω για το καλό αποτέλεσμα.
Θέλω να κλείσω με μια μνεία στον Πρόεδρο. Δεν θέλω να γράψω ύμνους, ούτε όμως από την άλλη να χρησιμοποιήσω ψυχρές εκφράσεις, μόνο και μόνο για να μη γίνω μελό. Απεχθάνομαι το μελό, είμαι όμως συναισθηματικά φορτισμένος. Εν πάση περιπτώσει, ας μην πω τίποτα για το πρόσωπο. Αφού δηλώσω ότι θαυμάζω το πολιτικό αισθητήριό του κι ότι τον εμπιστεύομαι πως μπορεί να παίξει μπαλάρα και να ντριπλάρει σε τηλεφωνικό θάλαμο, επιτρέψτε μου να κλείσω τη σεντονιάδα μου χουλιγκανικά, αφιερώνοντας στον Πρόεδρο την ιαχή που δονούσε το αείμνηστο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80:
Θωμά, Θωμά, εσύ ’σαι ο φονιάς
και όχι ο Δημόπουλος ο παλιοπουσταράς

Γιώργος Τσακνιάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...