Δευτέρα 23 Απριλίου 2012
Το δίμηνο Μαΐου- Ιουνίου είναι καθοριστικό για το μέλλον της Ευρώπης και της Ελλάδας. Μέσα σ’ αυτό το χρονικό διάστημα θα διεξαχθούν αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις και από το αποτέλεσμα τους θα κριθεί, σε μεγάλο βαθμό, αν η καταστροφική συνταγή της λιτότητας θα συνεχιστεί ή αν θα τεθούν οι όροι για την αμφισβήτησή της , ίσως και για την ανατροπή της.
Στις έξι Μαΐου έχουμε εκλογές στην Ελλάδα και το δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία με τα προγνωστικά να δίνουν νικητή τον Φρανσουά Ολάντ. Τον Ιούνιο θα γίνουν βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές στην Ιταλία, εκλογές σε δύο κρατίδια της Γερμανίας και Δημοψήφισμα στην Ιρλανδία για το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας.
Ασφαλώς, οι κρισιμότερες μάχες θα δοθούν στη Γαλλία [προεδρικές, βουλευτικές εκλογές]. Αν κατισχύσουν ο Φρανσουά Ολάντ και οι Σοσιαλιστές, τότε είναι πολύ πιθανό να ασκηθούν σοβαρές πιέσεις στο νεοφιλελεύθερο διευθυντήριο. Η προϋπόθεση, βεβαίως, είναι να φανούν οι Γάλλοι Σοσιαλιστές συνεπείς και να προωθήσουν τις πολιτικές που έχουν υποσχεθεί προεκλογικώς [φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, προστασία των αδύνατων κοινωνικών στρωμάτων, επανεξέταση του Συμφώνου Δημοσιονομικής Σταθερότητας].
Ωστόσο, η ιστορία μας διδάσκει ότι πρέπει να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι, γιατί στο παρελθόν από το χώρο αυτό οι διαψεύσεις ήταν εκκωφαντικές. Τα Σοσιαλιστικά και Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα λένε πολλά και εύηχα πριν από τις κάλπες, προαναγγέλλουν ρήξεις και συγκρούσεις με τα κατεστημένα συμφέροντα για να κερδίσουν τη συμπάθεια των λαϊκών τάξεων, κατακεραυνώνουν τη συντηρητική παράταξη, κλείνουν το μάτι στους οπαδούς της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά μόλις έρχονται σε επαφή με τη σκληρή και δύστροπη πραγματικότητα, προσαρμόζονται, συμβιβάζονται και αναδιπλώνονται, επικαλούμενα την κακή οικονομική συγκυρία, τις αντιστάσεις της μεσαίας τάξης, τους αρνητικούς συσχετισμούς στην Ευρώπη και στον κόσμο, τις απειλές του διεθνούς κεφαλαίου.
Στο σπορ της «κωλοτούμπας» έχουν διακριθεί τα τελευταία χρόνια σχεδόν όλα τα Σοσιαλιστικά κόμματα, με το ελληνικό να διεκδικεί τα πρωτεία.
Ηχηρό μήνυμα πιθανότατα θα στείλουν και οι Ιταλοί ψηφοφόροι στις δημοτικές εκλογές, αφού η κυβέρνηση Μόντι [το υπόδειγμα για τους τραπεζίτες και τους σπεκουλαδόρους της χρηματιστικής ολιγαρχίας] δυσκολεύεται να πείσει την κοινωνία για την αναγκαιότητα των μέτρων λιτότητας που πλήττουν βάναυσα τους φτωχούς και τα μεσαία στρώματα. Ο «ενάρετος» τεχνοκράτης, όπως άλλωστε ο Σαρκοζί και ο Ραχόι πριν απ’ αυτόν, προσπαθεί να τρομοκρατήσει τους πολίτες της γειτονικής χώρας, τονίζοντας ότι μόνο αν υλοποιηθεί η πολιτική του, η Ιταλία δεν θα γίνει Ελλάδα. Πάντως, ούτε αυτός ούτε οι Σαρκοζί και Ραχόι μπορούν να εξηγήσουν γιατί η συνταγή της λιτότητας φέρνει ύφεση αντί για ανάπτυξη, διόγκωση της ανεργίας αντί για αύξηση της απασχόλησης και, κυρίως, γιατί οι διαβόητες αγορές δεν πείθονται και εξακολουθούν να δανείζουν τις χώρες τους με υψηλά επιτόκια.
Ένα θετικό αποτέλεσμα στη Γαλλία, η αφύπνιση των Ιταλών ψηφοφόρων, η ενίσχυση των αριστερών δυνάμεων σε Γερμανία και Ελλάδα, η απόρριψη του Συμφώνου Σταθερότητας στην Ιρλανδία, οι κινητοποιήσεις των Πορτογάλων, θα προκαλέσουν ρωγμές στο νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα και, έτσι, θα υποχρεωθούν οι πολιτικές ελίτ και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντι στις χώρες που έχουν πρόβλημα χρέους. Η Ελλάδα, για να αποφύγει την κατάρρευση και για να μην οδηγηθεί στην αυτοκτονία, χρειάζεται χρόνο και ένα πιο φιλικό πολιτικά περιβάλλον στην Ευρώπη.
Όχι φυσικά για να επιστρέψει στις εγκληματικές συμπεριφορές του παρελθόντος, αλλά για να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τις δομικές ανεπάρκειες της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης, θα εξουδετερώσουν τις κατάφωρες αδικίες, θα κατανείμουν τα βάρη δίκαια -μέσω της φορολογίας- θα οικοδομήσουν ένα σταθερό δίχτυ ασφαλείας για τους άνεργους και τους νεόπτωχους και, τελικώς, θα δώσουν ελπίδα και προοπτική σε μια κοινωνία που βυθίζεται στην απόγνωση και την απελπισία.
Μ’ άλλα λόγια, η Ελλάδα χρειάζεται ένα άλλο Μνημόνιο [εθνικό σχέδιο] και το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό που θα το εκπονήσει και θα το εφαρμόσει. Για την ώρα και τα δύο είναι ζητούμενα.