Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Σιχάθηκα τις νύχτες τις λευκές

05/04/2012

Ένας από τους καλύτερούς μου φίλους είναι κοινωνικός λειτουργός. Πήγαμε μαζί στο λύκειο, και από τότε είμαστε αχώριστοι. Μέσα από εκείνον γνώρισα τα περισσότερα κέντρα απεξάρτησης στην Αττική. «Τα σπίτια τους» όπως συνηθίζουν να τα αποκαλούν τα παιδιά που μένουν μέσα, προσπαθώντας να «καθαρίσουν» το κορμί και την ψυχή τους.

Χωρίς να θέλω να ωραιοποιήσω την κατάσταση, από την πρώτη μου επαφή μαζί τους, με γοήτευε αφάνταστα η θέληση που έδειχναν να επιστρέψουν στη ζωή, η σφοδρή επιθυμία τους να ξεπλύνουν τη ντροπή που προκάλεσαν στον εαυτό τους και στις οικογένειές τους και η προσπάθεια που κατέβαλλαν να ξαναδούν το (εσωτερικό τους) φως.

Πριν από κάποια χρόνια, μια ομάδα ανθρώπων που δούλευαν στο ΚΕΘΕΑ, ανάμεσά τους και ο φίλος μου, ξεκίνησε τον αγώνα για δημιουργία κοινότητας μέσα στις φυλακές του Κορυδαλλού. Το εγχείρημα φάνταζε από δύσκολο έως ακατόρθωτο. Φανταστείτε ότι ουσιαστικά το κράτος έπρεπε να παραδεχτεί δημόσια, αυτό που ξέραμε όλοι αλλά κανείς δεν τολμούσε να πει. Ότι γίνεται διακίνηση ναρκωτικών στις φυλακές και αδυνατεί να εφαρμόσει τη σωφρονιστική του ιδιότητα.

Θυμάμαι την έκρηξη χαράς των ανθρώπων του κέντρου θεραπείας απεξάρτησης, όταν μετά από χρόνια επιμονής, ο τότε υπουργός δικαιοσύνης έβγαλε για τα καλά το κεφάλι απ΄την άμμο, κοίταξε στα μάτια το πρόβλημα κι ενέκρινε θεσμικά τη λειτουργία της κοινότητας. Θυμάμαι τις αγωνίες των κρατουμένων για αναζήτηση πόρων, με σκοπό να χτίσουν μόνοι τους το σπίτι, που συμβόλιζε την πρώτη πόρτα προς την ελευθερία. Θυμάμαι βαρυποινίτες, πρώην ξυλουργούς και χτίστες, να ξεγελούν για λίγο τις Ερινύες, με τη συμμετοχή τους στο χτίσιμο της ελπίδας. Θυμάμαι τα καθημερινά μηνύματα στο κινητό μου, για την εξέλιξη του έργου.

Στις 26 Ιουνίου του 2009, παγκόσμια ημέρα κατά των ναρκωτικών, ξεκινήσαμε μαζί με τον κολλητό μου για τις φυλακές του Κορυδαλλού. Είχε οργανώσει έναν εορταστικό ποδοσφαιρικό αγώνα, στο προαύλιο της φυλακής, ανάμεσα στα παιδιά της κοινότητας και σε αυτά που ήταν σε ‘’αναμονή’’ για να μπουν.

Κατά τις 9.00 το πρωί είχαμε παρκάρει έξω από το τεράστιο κτίριο με τα συρματοπλέγματα. Ο έλεγχος στην πρώτη πόρτα ήταν αυστηρός και τα βλέμματα καχύποπτα. Την αφήσαμε πίσω μας και περάσαμε ένα μικρό κήπο ο οποίος υπήρχε μόνο για τους επισκέπτες. Δεύτερη πόρτα ελέγχου για να περάσουμε στους θαλάμους. Τεράστια κάγκελα, λευκό τσιμέντο, κάμερες να σε παρακολουθούν, μεγάλες ελληνικές σημαίες και σκληρά πρόσωπα συνέθεταν ένα σκηνικό που σου πάγωνε το αίμα. Στη διαπασών του μυαλού μου, άκουγα Κατσιμίχα. «Το ξέρω σου λειψε η σκόνη η λευκή, και μου λεγες εκεί ξανά δε θα γυρίσω, σιχάθηκα τις νύχτες τις λευκές σαν άνθρωπος κι εγώ θέλω να ζήσω...»

Το τοπίο μεταμορφώθηκε φτάνοντας στο σπίτι της κοινότητας. Πολύχρωμοι τοίχοι, καθαρά πρόσωπα και έντονη αίσθηση ζωής και δημιουργίας. Ήταν το κάστρο τους απέναντι στον παλιό τους εαυτό, και είχαν σκοπό να το προστατέψουν με κάθε τρόπο. Καθίσαμε λίγο να πιούμε ένα καφέ και μου έδειξαν με περηφάνια τις κατασκευές τους. Συζητήσαμε ελάχιστα για το παρελθόν τους, και πολύ για τα μελλοντικά τους σχέδια. Μετά από λίγο, φορέσαμε τα «ποδοσφαιρικά μας» και ετοιμαστήκαμε να βγούμε στην αυλή για τον αγώνα. Στη διαπασών του μυαλού μου αυτή τη φορά έπαιζε η «μαγική αυλή» των 2002GR.

Για 90 λεπτά έγιναν και πάλι παιδιά. Ξέχασαν που είναι και τι κουβαλάνε, κι απλά έτρεχαν ευτυχισμένοι. Για 90 λεπτά ένιωθαν ότι οι γονείς τους, αν τους έβλεπαν, θα ήταν και πάλι περήφανοι για εκείνους. Για 90 λεπτά επουλώθηκαν όλες οι πληγές, κι έκαναν πρόβα για το πώς θα είναι η ζωή τους έξω από τη φυλακή.

Στο τέλος του αγώνα η μπάλα μεταμορφώθηκε σε περιστέρι και πέταξε πάνω από το τσιμεντένιο κτίριο με τα συρματοπλέγματα...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...