Κυριακή 18 Μαρτίου 2012


Το λογοτεχνικό πορτρέτο του ισπανού γαλλόφωνου συγγραφέα
Ποιος είναι ο Χόρχε Σεμπρούν

Συγγραφέας 15 περίπου βιβλίων αλλά και σεναριογράφος, διανοούμενος προερχόμενος από τους κόλπους της Αριστεράς αλλά αποστασιοποιημένος και κριτικός, στρατευμένος αγωνιστής αλλά και πολιτικό πρόσωπο (1988-1991: υπουργός Πολιτισμού της Ισπανίας στην κυβέρνηση του Φελίπε Γκονσάλες), ισπανικής καταγωγής (γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1923) αλλά γαλλόφωνος, ο Χόρχε Σεμπρούν είναι μια σύνθετη προσωπικότητα με πολυσχιδή δραστηριότητα. Δύο είναι οι κύριοι άξονες του βίου του: η πολιτική δράση και η συγγραφική δραστηριότητα. Η προσωπική του ιστορία θα διασταυρωθεί με καίριο τρόπο με τα σημαντικότερα γεγονότα της ιστορίας του 20ού αιώνα και θα σφραγίσει το συγγραφικό του έργο: ισπανικός εμφύλιος (θα εξοριστεί μαζί με την οικογένειά του από την Ισπανία στη Γαλλία), γαλλική αντίσταση στη ναζιστική κατοχή (θα του στοιχίσει την εκτόπιση στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ), στράτευση στην υπόθεση του κομμουνισμού (1953-1964: στέλεχος του παράνομου μηχανισμού του Ισπανικού ΚΚ) και στη συνέχεια πλήρης διάψευση, διαφωνία και διαγραφή από το ΙΚΚ το 1964. Η χρονιά αυτή θα σημάνει γι' αυτόν το τέλος της πολιτικής δράσης και τη στροφή προς τη συγγραφική δραστηριότητα. Ως σεναριογράφος θα συνεργαστεί με τον Αλέν Ρενέ («Ο πόλεμος τελείωσε») και με τον Κώστα Γαβρά (γράφει το σενάριο του «Ζ», με θέμα τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη). Το έργο του διαλέγεται διαρκώς με την ιστορία και η προβληματική της μνήμης είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντός του. Εχει τιμηθεί με πολλά βραβεία (Βραβείο Φορμεντόρ και Λογοτεχνικό Βραβείο της Αντίστασης 1963, Φέμινα 1994 κτλ.) και είναι μέλος της Ακαδημίας Γκονκούρ από το 1986. 
Ο κόσμος των στρατοπέδων Τον περασμένο Μάιο εκδόθηκε στην Ισπανία η μετάφραση του τελευταίου βιβλίου του ισπανικής καταγωγής γαλλόφωνου συγγραφέα Χόρχε Σεμπρούν (γαλλικός τίτλος: Le mort qu' il faut, εκδ. Gallimard, 2001). Οταν η δημοσιογράφος της εφημερίδας El Pais ρώτησε τον Σεμπρούν γιατί έγραψε ένα τέταρτο βιβλίο γύρω από την εμπειρία του εγκλεισμού στο Μπούχενβαλντ, εκείνος απάντησε ότι «τώρα έχω περισσότερα πράγματα να πω από πριν αρχίσω, γιατί η γραφή ζωντανεύει τη μνήμη» (συνέντευξη, 19 Μαΐου 2001). Γιατί όμως αυτή η εμπειρία αποτελεί τόσο ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για τον Σεμπρούν; Βέβαια δεν είναι ο μόνος συγγραφέας επιζών στρατοπέδων συγκεντρώσεως που δεν του αρκεί ένα βιβλίο. Ας σκεφτούμε τον Ιταλοεβραίο Πρίμο Λέβι και την περίφημη τριλογία του για το Αουσβιτς (στα ελληνικά, εκδ. Αγρα). Και οι δύο συγγραφείς επιστρέφουν με ένα νέο βιβλίο έπειτα από πολυετείς παύσεις και μετά την παρεμβολή άλλων, άσχετων με το θέμα, βιβλίων. Ισως λοιπόν η ίδια η εμπειρία της εκτόπισης είναι τέτοιας φύσεως που ωθεί τους συγγραφείς να επανέρχονται σε αυτήν. Τι αλλάζει όμως από βιβλίο σε βιβλίο;
Οταν εκδίδεται το Μεγάλο ταξίδι (εκδ. Gallimard, 1963), έχουν παρέλθει 18 χρόνια από την απελευθέρωση του Σεμπρούν από το Μπούχενβαλντ, όπου είχε εκτοπιστεί ως μέλος της γαλλικής κομμουνιστικής αντίστασης. Τη μεγάλη αυτή σιωπή θα τη σχολιάσει στο τρίτο βιβλίο του, Η γραφή ή η ζωή (εκδ. Gallimard, 1995). Ο τίτλος απαντά ήδη στο ερώτημα γύρω από την πολύχρονη σιωπή: είτε θα έπρεπε να αρχίσει να γράφει ­ να βυθιστεί δηλαδή στην τραυματική εμπειρία ­ είτε να αρχίσει πάλι να ζει, να ξαναμαθαίνει τον κόσμο έξω από το στρατόπεδο. Και τα δύο δεν συμβιβάζονταν ούτε γι' αυτόν ούτε και για τους περισσότερους επιζώντες, είτε έγραψαν λογοτεχνικό έργο είτε κατέθεσαν γραπτώς τη μαρτυρία τους. Η διαλεκτική λοιπόν λήθης - μνήμης αποτελεί το κύριο θέμα του τρίτου βιβλίου.
Οταν όμως έφθασε το πλήρωμα του χρόνου για να γράψει, ο Σεμπρούν δεν ήθελε απλώς να καταθέσει μια ανεπεξέργαστη μαρτυρία, αν και ακόμη δεν ήταν συγγραφέας. Η ανάγκη να αφηγηθεί το στρατόπεδο τον κάνει συγγραφέα. Τα βιβλία του λοιπόν δεν είναι απλώς μαρτυρίες, είναι ταυτόχρονα και λογοτεχνικά έργα που υπόκεινται στους κανόνες της μυθοπλασίας. Αυτή είναι μια βασική ιδιομορφία του έργου του: η ακροβασία ανάμεσα στη μαρτυρία και στη λογοτεχνία. Το έργο του μπορεί λοιπόν να ιδωθεί και ως μια αυτοβιογραφία εν εξελίξει, το φόντο της οποίας αποτελούν τα κορυφαία γεγονότα της ιστορίας της Ευρώπης τον 20ό αιώνα.


Σε ποιες αφηγηματικές στρατηγικές όμως καταφεύγει για να το κατορθώσει αυτό; Η κύρια αφηγηματική στρατηγική του, την οποία εγκαινιάζει στο Μεγάλο ταξίδι και δεν θα την εγκαταλείψει πια, είναι το σπάσιμο της ενότητας του χρόνου. Ποτέ η αφήγησή του δεν ακολουθεί μια γραμμική αντίληψη του χρόνου. Το παρόν θρυμματίζεται διαρκώς, εκβάλλοντας προς το παρελθόν αλλά και προς το μέλλον, και η αφήγηση ακολουθεί τα διαφορετικά αυτά επίπεδα. Πιο συχνά διακόπτεται από μελλοντικά συμβάντα (το αντίθετο δηλαδή του κινηματογραφικού flashback). Αλλά και το πρόσωπο του αφηγητή σπάει σε πολλαπλά είδωλα και αντανακλάται όπως στα θραύσματα ενός καθρέφτη: άλλοτε πρώτο ενικό (εγώ), άλλοτε τρίτο (αυτός), άλλοτε «Ζεράρ», όνομα της γαλλικής παρανομίας, και άλλοτε «Φεδερίκο Σάντσεθ», ένα από τα πολλά ψευδώνυμα της ισπανικής παρανομίας. Η στρατηγική αυτή του δίνει τη δυνατότητα άλλοτε να ταυτίζεται με τον ήρωα και άλλοτε να παίρνει τις αποστάσεις του.
Στο Μεγάλο ταξίδι ο συγγραφέας αφηγείται το ταξίδι με το τρένο που διήρκεσε τέσσερις ημέρες και πέντε νύχτες και τον οδήγησε από τη Γαλλία στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Μπούχενβαλντ στη Γερμανία. Στην αφήγηση παρεμβάλλονται διαρκώς σκηνές από τη μετέπειτα ζωή στο στρατόπεδο και αναμνήσεις της γαλλικής αντίστασης.
Ο συγγραφέας θα μπορούσε να είχε αρκεστεί σε αυτή την αφήγηση της εμπειρίας ­ που στην ελληνική της εκδοχή είναι μια από τις τελευταίες μεταφράσεις του σπουδαίου μεταφραστή, πολλαπλά εξόριστου και αυτού, Αρη Αλεξάνδρου. Ενα καίριο όμως γεγονός θα ανατρέψει στα μάτια του την εγκυρότητα αυτής της αφήγησης. Ενώ το 1963 το Μεγάλο Ταξίδι είναι στο τυπογραφείο, ο Σεμπρούν διαβάζει το μυθιστόρημα του Σολζενίτσιν Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς και συγκλονίζεται από την ανακάλυψη των στρατοπέδων του Γκουλάγκ. Η διαγραφή του από το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα το 1964, το οποίο το είχε υπηρετήσει ως παράνομο στέλεχος επί μία δεκαετία, θα επικυρώσει τη ρήξη του με το κομμουνιστικό όραμα. Τώρα ξέρει ότι πρέπει να ξαναγράψει για το στρατόπεδο με άλλη οπτική.
Η ένταξη του Σεμπρούν στο κομμουνιστικό κίνημα νοηματοδοτούσε και την εκτόπισή του στο Μπούχενβαλντ. Η ανακάλυψη των σταλινικών στρατοπέδων, σε συνδυασμό με τη γενικότερη διάψευση του κομμουνιστικού ιδεολογήματος, κλονίζει όλες του τις βεβαιότητες. Και όχι μόνο σε σχέση με το κομμουνιστικό όραμα, που θα χάσει παντελώς το νόημά του, αλλά και σε σχέση με την εμπειρία του Μπούχενβαλντ. Νιώθει την ανάγκη να αναθεωρήσει το νόημα αυτής της βιωμένης εμπειρίας και να την αφηγηθεί ξανά, σε συσχετισμό πια με την κριτική του σταλινικού ολοκληρωτισμού και του Γκουλάγκ. Η «εποχή της αθωότητας» είχε λήξει γι' αυτόν και άρχιζε η «εποχή της υποψίας». Η νέα αυτή αφήγηση (που θα έρθει 17 χρόνια αργότερα από το Μεγάλο ταξίδι) θα έχει τον ειρωνικό, μπεκετικής εμπνεύσεως, τίτλο Τι ωραία Κυριακή! Το ογκωδέστερο από τα τέσσερα βιβλία (σελ. 494) επιχειρεί να αναδείξει τα κοινά σημεία των στρατοπεδικών συστημάτων που οργάνωσαν οι δύο μεγάλοι ολοκληρωτισμοί του 20ού αιώνα, δίχως να υποπίπτει σε απλουστεύσεις και εξομοιώσεις που δεν στέκουν από ιστορική άποψη.
Η ανάγκη επιστροφής στο βίωμα τον ωθεί προφανώς να επανέλθει στη δεκαετία του '90 με άλλα δύο βιβλία. Η γραφή ή η ζωή (εκδ. Gallimard, 1995) είναι το θεωρητικότερο ίσως από τα τέσσερα βιβλία, στο οποίο αναλύει με εξαιρετικά ενδιαφέροντα τρόπο το θέμα της «σιωπής». Πώς αυτή ήταν αναγκαία για το άτομο αλλά και πώς επιβαλλόταν από το περιβάλλον, που δεν ήθελε ή δεν άντεχε να «ακούσει» τις πρώτες δεκαετίες. Τέλος, στο πιο πρόσφατο βιβλίο, Ο νεκρός που μας χρειάζεται (εκδ. Gallimard, 2001), ο «χρήσιμος» νεκρός είναι αυτός που θα δανείσει στον Ζεράρ τον αριθμό του για να ζήσει με αυτόν, ενώ το πτώμα του ίδιου ­ που έχει βρει φυσικό θάνατο από εξάντληση ­ θα οδηγηθεί στο κρεματόριο με τον αριθμό του Ζεράρ. Η προβληματική της σχέσης τού «εγώ» με τον «άλλον» κορυφώνεται σε αυτό το βιβλίο. Τα όρια του «εγώ» είναι ρευστά, καθώς θα μπορούσε τόσο εύκολα να είναι ο «άλλος». Υπαρξιακά λοιπόν θέματα αγγίζει ο συγγραφέας σε αυτό το τελευταίο βιβλίο, ενώ τα κύρια μοτίβα της αφήγησης του στρατοπέδου (η σούπα της Κυριακής, ο θάνατος του καθηγητή Maurice Halbwachs, η φωνή της Ζάρα Λεάντερ κτλ.) επανέρχονται σταθερά.
Χάρη στο συστηματικό εκδοτικό εγχείρημα του Εξάντα ο έλληνας αναγνώστης έχει στη διάθεσή του το σύνολο αυτού του έργου, που αποτελεί ένα από τα μείζονα της στρατοπεδικής λογοτεχνίας.
Σε αναζήτηση της χαμένης εφηβείας
Αντίο, φως της νιότης... Ενα βιβλίο για την ανακάλυψη του κόσμου και την οικειοποίηση μιας γλώσσας, για την εφηβεία και την οδυνηρή ενηλικίωση, για την εξορία, με δυο λόγια ένα bildungsroman, ένα μυθιστόρημα μαθητείας, με μια καθοριστική ιδιομορφία: πρόκειται για αυτοβιογραφικό κείμενο. Πράγματι, ο σχεδόν ογδοηκονταετής Χόρχε Σεμπρούν επιστρέφει στις απαρχές της ζωής του, στον χαμένο παιδικό παράδεισο, αλλά κυρίως στη δύσκολη και μαγική συνάμα εφηβεία. Αφηγείται λοιπόν την προσωπική του πορεία διαμόρφωσης, τον τρόπο δηλαδή που απέκτησε συνείδηση του κόσμου. Για μία φορά η εμπειρία εγκλεισμού στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, που κατατρύχει τον συγγραφέα στο σύνολο σχεδόν του έργου του, δεν θα παίξει ρόλο σε αυτό το αφήγημα, αφού αυτό αφορά μια προηγούμενη περίοδο της ζωής του. Το βιβλίο λοιπόν μπορεί να εκληφθεί ως στερνός αποχαιρετισμός του συγγραφέα στην εφηβεία και στην αθωότητα της νιότης, πριν από τη σημαίνουσα εμπειρία που σφράγισε τη ζωή του.
Η ιστορία θα έρθει πολύ νωρίς να συναντηθεί με τη μοίρα του μικρού Χόρχε και να εμπλέξει το προσωπικό με το συλλογικό. Από το 1936, με το ξέσπασμα του ισπανικού Εμφυλίου, η οικογένεια Σεμπρούν θα αυτοεξοριστεί στη Χάγη, όπου ο πατέρας είναι επιτετραμμένος της Ισπανικής Δημοκρατίας. Το 1939 η οικογένεια θα επιλέξει ως καταφύγιο το Παρίσι. Η πραγματική όμως εξορία αρχίζει από την ημέρα που ο δεκαπενταετής Χόρχε θα μάθει την είδηση της πτώσης της Μαδρίτης: «Διατηρώ, αντίθετα, την πολύ συγκεκριμένη ανάμνηση, νιώθω να πνίγομαι μόνο που το αναφέρω, μιας τέλειας εγκατάλειψης, μιας μοναξιάς που μου κατέτρωγε την ψυχή, την κατακερμάτιζε· μάλλον Πέμπτη (λοιπόν), εκείνη τη βροχερή ημέρα στο Μπουλβάρ Σεν-Μισέλ οι εφημερίδες ανήγγειλαν συγκεκριμένα την πτώση της Μαδρίτης στα χέρια του στρατού του στρατηγού Φράνκο» (σελ. 68).
Εκείνη την εποχή λοιπόν αρχίζουν να διαμορφώνονται οι πεποιθήσεις του εξόριστου εφήβου. Ενα καίριο πιστεύω, το οποίο θα καθορίσει την υπόλοιπη ζωή του καθώς με συνέπεια θα το υπηρετήσει, είναι ότι η ζωή δεν είναι αυτή καθαυτή η υπέρτατη αξία, ότι υπάρχουν αξίες που την υπερβαίνουν, και ότι γίνεται ιερή μόνο όταν έχουν εξασφαλιστεί η ελευθερία, η αυτονομία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Τότε παίρνει μορφή γι' αυτόν η «ηθική της αντίστασης»: «Αλλά ο κεντρικός αναλλοίωτος πυρήνας του πιστεύω μου, αυτής της ηθικής της αντίστασης, όποια κι αν υπήρξε η συγκεκριμένη της έκφραση, χρονολογείται από εκείνη την εποχή» (σελ. 30-31). Φωτίζεται έτσι καλύτερα η μετέπειτα στράτευσή του στην υπόθεση του κομμουνισμού αλλά και η απομάκρυνσή του από αυτόν, όταν ακριβώς πείθεται ότι δεν υπηρετεί πλέον αυτές τις αξίες.
Υπάρχουν όμως και οι παρηγοριές· δύο είναι οι μεγαλύτερες: η λογοτεχνία και το Παρίσι. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελεί μια περιδιάβαση στα λογοτεχνικά διαβάσματα του εφήβου και στους δρόμους του Παρισιού. Τα καθοριστικά αναγνώσματα: φυσικά η Ελπίδα του Μαλρό, που γεφυρώνει τους δύο κόσμους, γαλλικό και ισπανικό· μετά η ποίηση: Μποντλέρ και Ρεμπό (ο τίτλος του βιβλίου είναι από στίχο του Μποντλέρ). Το κεφάλαιο ΙΙ του βιβλίου φέρει για τίτλο «Διαβάζοντας τα Τέλματα...», το μικρό έργο του Αντρέ Ζιντ, στο οποίο ο συγγραφέας καυτηριάζει το λογοτεχνικό κατεστημένο του Παρισιού, τον μικρόκοσμό τους, με τους συμβιβασμούς και τις μικρότητες.
Το βιβλιαράκι αυτό, το οποίο στάθηκε γι' αυτόν καθοριστικό κυρίως για το ύφος, σημαδεύει τον ισπανό έφηβο, που επιδίδεται με πάθος στην κατάκτηση της γαλλικής γλώσσας. Χρόνια ολόκληρα μετά ο καταξιωμένος γαλλόφωνος συγγραφέας παίρνει ακόμη «την εκδίκησή του» από την αγράμματη φουρνάρισσα που τον κατακεραύνωσε στις πρώτες του παρισινές ημέρες ως πρόσφυγα Ισπανό με κακή προφορά στα γαλλικά! Με τον οδηγό του Μπέντεκερ στο χέρι, από δρόμο σε πλατεία και από γέφυρα σε μνημείο, οικειώνεται αυτή την πόλη απαγγέλλοντας στίχους του Μποντλέρ. Από αυτή την άποψη το βιβλίο εγγράφεται στην παράδοση αγάπης για τη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα από τους πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο στη Γαλλία, λαμπρύνοντάς την αργότερα με μερικά από τα κορυφαία ονόματά της.
Το τελευταίο καλοκαίρι πριν από τον Πόλεμο θα σημαδευτεί και από την τρίτη μεγάλη ανακάλυψη: την ανακάλυψη του έρωτα, χάρη στη γοητευτική ώριμη μεγαλοαστή που θα μυήσει τον διψασμένο έφηβο στις χαρές της σάρκας. Το βιβλίο κλείνει με τον συγγραφέα να ξαναβρίσκει επιτέλους την έπαυλη των τελευταίων παιδικών διακοπών του, σαν να ολοκληρώνει τη δική του Αναζήτηση του χαμένου χρόνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πείτε μας την γνώμη σας...